- εμμελής
- -ές (Α ἐμμελής, -ές)μελωδικός, αρμονικόςαρχ.1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῑτο παιδείαν», Πλούτ.)4. μέτριος, μικρός5. (για πρόσ.) ευπρεπής, κόσμιος6. (για πρόσ.) αρμόδιος, κατάλληλος7. επιμελής.
Dictionary of Greek. 2013.